βαφτίζω

βαφτίζω
βαπτίζω κ. βαφτίζω ρ. μετβ.
1) крестить, совершать обряд крещения, становиться крестным отцом или крестной матерью;
2) давать имя, называть, нарекать
Этим.
дргр. , < βάπτω «погружать, окунать, красить». Возникновение таинства крещения (когда глагол βαπτίζω — приобрел значение «погружать кого-то в воду, вводить в Христианскую церковь) восходит к самому Христу и заповеди, данной Им своим ученикам:

πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος (Ματθ. 28, 19) — идите, научите все народы, крестя их во имя Отца и Сына и Святого Духа (Мф. 28, 19)


Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βαφτίζω" в других словарях:

  • βαφτίζω — βαφτίζω, βάφτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαφτίζω — (AM βαπτίζω) 1. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος 2. βυθίζω σε νερό ή άλλο υγρό («βάφτισε ο παπάς τον σταυρό στη λεκάνη», «ὁ διάβολος βαπτίσας τὸν ἀκροατήν ὕπνῳ») μσν. νεοελλ. 1.βαφτίζω κάποιον ως ανάδοχος («αναδέχομαι εκ της… …   Dictionary of Greek

  • βαφτίζω — ισα, ίστηκα, βαφτισμένος 1. δίνω το κύριο όνομα σε κάποιον τελώντας το μυστήριο της βάφτισης: Την ερχόμενη Κυριακή βαφτίζουμε το παιδί. 2. γίνομαι ανάδοχος, νουνός: Θα βαφτίσω τον ανιψιό μου. 3. δίνω σε κάποιον παρατσούκλι: Τα παιδιά τον βάφτισαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • βαπτίζω — βάπτισις, βάπτισμα κ.λπ. βλ. βαφτίζω, βάφτιση κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • βουτώ — (Μ βουτώ) Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό 2. κάνω βουτιά, καταδύομαι 3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα 4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του 5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά 6. παίρνω κάτι με προθυμία 7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος… …   Dictionary of Greek

  • λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… …   Dictionary of Greek

  • λαδώνω — [λάδι]·1. επαλείφω ή επιχρίω κάτι με λάδι 2. κηλιδώνω κάτι με λάδι ή με άλλη λιπαρή ουσία («τό λάδωσες κι αυτό το πουκάμισο») 3. αλείφω με άγιο μύρο, βαφτίζω 4. λιπαίνω εξαρτήματα μηχανής με έγχυση μηχανελαίου 5. φιλοδωρώ κάποιον για προσωπική… …   Dictionary of Greek

  • μυρώνω — (ΑΜ μυρῶ, όω, Μ και μυρώνω) [μύρον] αλείφω ή ραντίζω κάποιον ή κάτι με μύρο, αρωματίζω νεοελλ. 1. αναδίδω ευωδιά, ευωδιάζω («τα λουλούδια και τα χορτάρια τής γης εμύρωναν το λεπτό αυγερινό αεράκι», Κρυστ.) 2. παροιμ. «τό βαφτίζω, τό μυρώνω, άρα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»